αδελφός

αδελφός
ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. -ός, -ή, -ό(ν), Ν και αδερφός)
Ι. ουσ.
1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα
2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς
3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο, ομοεθνής, ομόφυλος
4. πολύ αγαπητό πρόσωπο, στενός φίλος, σύντροφος
ΙΙ. επίθ.
1. αδελφικός, φιλικός, σύμμαχος
2. αυτός που είναι καθ' όλα όμοιος με κάποιον, που αποτελεί ζευγάρι με αυτόν (στα νεοελλ. κυρίως στη φρ. «αδελφή ψυχή», ταίρι, σύντροφος
στα αρχ. για τα μάτια, τα χέρια κ.λπ.)
ΙΙΙ (Εκκλ.)
1. μέλος τής χριστιανικής Εκκλησίας, χριστιανός
2. μέλος μοναστικού ιδρύματος, μοναχός, καλόγερος (συνήθως για προσαγόρευση)
νεοελλ.
1. στον πληθ. αδελφοί ή αδελφές
μέλη θρησκευτικής ή φιλανθρωπικής αδελφότητας, συλλόγων, μυστικών οργανισμών κ.ά
2. επιφών. σε φράσεις, όπως «βρε αδελφέ», «ωχ αδελφέ» κ.ά.
3. (ειδική χρήση τού θηλ.) α) νοσοκόμα
β) ομοφυλόφιλος, κίναιδος
4. βλαστός που φυτρώνει μαζί με άλλον από το ίδιο στέλεχος
αρχ.
1. ουσ. συγγενής (κυρίως εξ αίματος)
2. επίθ. συγγενής, συναφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφός
αττ. τύπος συγκεκομμένος αντί τού ἀδελφεὸς (= αδελφός), που απαντά στον Όμηρο, από τους τύπους τών πλαγίων πτώσεων (ἀδελφοῦ < ἀδελφεοῦ, ἀδελφῷ < ἀδελφεῷ): ἀδελφεὸς < *-δελφεσὸς < α- αθροιστ. και πιθ. *δέλφος, το, αμάρτυρος τύπος που θα σήμαινε «μήτρα» ή από το δελφύς, η «μήτρα» (απ' όπου πρώτος ο Ησύχιος παράγει το αδελφός: «ἀδελφοί
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος γεγονότες
δελφὺς γὰρ ἡ μήτρα»)
πρβλ. ἀγάστωρ «συγγενής» < α- αθροιστ. + γαστὴρ «κοιλιά». Η λ. αδελφός, σημαίνοντας τον ομομήτριο αδελφό, αντικατέστησε νωρίς την κληρονομημένη ΙΕ λέξη φράτηρ, που από την αρχική σημ. τού «ομοπάτριος αδελφός» εξελίχθηκε στον όμαιμο συγγενή μιας μεγαλύτερης οικογένειας (πατριάς), για να καταλήξει στην πολιτική περισσότερο σημασία «τού μέλους τής ίδιας φυλής, φατρίας (φράτρας)». Η άποψη τού Kretschmer (περιοδικό «Glotta», 2, 201 κ.εξ. και 27, 25 κ.εξ.), σύμφωνα με την οποία η αντικατάσταση τού φράτηρ από το αδελφός αντικατοπτρίζει και το πέρασμα από πατριαρχικές σε μητριαρχικές κοινωνικές δομές, που πήραν οι Έλληνες από τους γηγενείς Προέλληνες, είναι δύσκολο να αποδειχθεί, μολονότι λεξιλογικά στοιχεία, όπως το αιολικό και αρκαδοκυπριακό κασίγνητος, που αρχικά σήμαινε επίσης τον «ομοπάτριο αδελφό» και μετά τον «όμαιμο συγγενή» τής ίδιας πατριάς ή το ομόρριζο (;) δωρικό κάσιοι ή κάσιες («οἱ ἐπί τῆς αύτῆς ἀγέλης ἀδελφοί τε καὶ ἀνεψιοὶ» Ησύχιος), φαίνεται να συνηγορούν υπέρ τής απόψεως αυτής. Η λέξη αδελφός από όρος συγγενείας προσέλαβε βαθμηδόν, όπως και το φράτηρ, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου σημασίες, που κορυφώθηκαν στην ευρεία χρήση τής λέξης στη γλώσσα τής χριστιανικής θρησκείας. Ο τύπος αδερφός ήδη μεσαιωνικός, με ρ αντί λ. προήλθε με φωνητική τροπή τού λ στο αντίστοιχο υγρό ρ, που σημειώθηκε σποραδικά ιδίως σε περιβάλλον μπροστά από κλειστό σύμφωνο (πρβλ. χαρκιὰς < χαλκιάς, ἐρπίδα < ἐλπίδα κ.λπ.) (Χατζιδάκης, Γλωσσολογικαί Έρευναι, τόμ. Α' σ. 343).
ΠΑΡ. ἀδέλφιον
αρχ.
ἀδελφιδεύς, ἀδελφιδῆ, ἀδελφιδός, ἀδελφιδοῦς, ἀδελφίζω, ἀδέλφιξις.
ΣΥΝΘ. ἀδελφοκτόνος, ἀδελφότης
αρχ.
ἀδελφογαμῶ, ἀδελφοζωία, ἀδελφοπρεπῶς
μσν.- νεοελλ.
ἀδελφόθεος, ἀδελφομιξία, ἀδελφοποιία
νεοελλ.
αδελφοδιώκτης, αδελφομοίρι, αδελφοξαδέλφια, αδελφοπαίδι, αδελφοπαράδοτος, αδελφοποιτός, αδελφόπουλο, αδελφοσκοτωμός, αδελφοφάγος, αδελφοφάγωμα κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁδελφός — ἀδελφός , ἀδελφός son of the same mother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφός — son of the same mother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ή, ό αδελφικός, στενά συνδεμένος: Η Αίγυπτος και η Συρία είναι αδελφές χώρες. – Ζητούσε, όπως έλεγε, αδελφή ψυχή. αδελφός, ο και αδερφός, ο θηλ. ή και αδέρφι, το (υποκορ. αδελφάκι και αδερφάκι, το) 1. αυτός που έχει και τους δυο γονείς ή μόνο τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀδελφὸς ἀδελφοῦ βοηθός… — См. Свой своему поневоле друг …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • 'δελφός — ἀδελφός , ἀδελφός son of the same mother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

  • πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… …   Dictionary of Greek

  • Χασιώτης, Γεώργιος — Αδελφός των αρματωλών Κατσαντώνη και Κώστα Λεπενιώτη. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο για την εθνική του δράση. Για την προσωπικότητα και τον ηρωικό του θάνατο υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια της εποχής του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”